- θεανδρικός
- -ή, -ό (AM θεανδρικός, -ή, -όν) [θέανδρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεανδρία, στη θεανθρωπία. Επιρρ. θεανδρικῶς (AM)1. με θεία και ανθρώπινη φύση2. με θεία ενανθρώπιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
THEANDRICUS — Graece Θεανδρικὸς, Latin. Dei virilis: vox a Monothelitis inventa, ad opinioem suam, de unica in Christo Θεανθρώπῳ operatione denotandam, eô sensu et Orthodoxis iam olim damnata; et sanctiore notione ad apotelesmata Meditatoris, in qua utraque… … Hofmann J. Lexicon universale
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՅՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 1 0327 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա. θεανδρικός deivirilis Իբր Աստուածամարդկային. Քրիստոնեական. փրկչական. սեպհական Քրիստոսի, որ է Աստուած եւ մարդ. Տե՛ս Դիոն. թղթ. ՟Դ. եւ Մաքս. անդ: *Յաւէտ մարդավայելուչ աստուածայրական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)